καθέκαστα, τα, ουσ. [<από τη φρ. καθ’ ἕκαστον (= καθένα χωριστά)], οι λεπτομέρειες ενός γεγονότος·
- λέω τα καθέκαστα, διηγούμαι κάποιο γεγονός λεπτομερειακά: «δεν ξέρουμε πώς έγιναν τα πράγματα, αλλά όταν έρθει ο τάδε, θα μας πει τα καθέκαστα».